στρατεύω

στρατεύω
(I)
ΝΜΑ [στρατός]
(μέσ. και παθ.) στρατεύομαι
καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης
νεοελλ.
μέσ.
1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι
τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος, -η, -ο
μτφ. αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα ή αυτός που οφείλει να συμμετέχει σε αγώνα για την υπεράσπιση, την προώθηση ή, αντίθετα, την καταπολέμηση μιας ιδεολογίας («η στρατευόμενη Εκκλησία» — η επίγεια, εγκόσμια εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς την επουράνια, η οποία αγωνίζεται κατά τής αμαρτίας και τών επηρειών τού διαβόλου)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στρατευμένος, -η, -ο
α) αυτός που υπηρετεί στον στρατό («στρατευμένα νιάτα»)
β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εθελοντικά υπηρετεί μια ιδέα ή έναν σκοπό κοινωνικό ή πολιτικό (α. «στρατευμένος ποιητής» β. «στρατευμένη τέχνη» — τέχνη που υπηρετεί πολιτικές, εθνικές ή άλλες σκοπιμότητες)
αρχ.
1. οδηγώ στράτευμα ή στόλο εναντίον κάποιου, εκστρατεύω («ἐπεὶ οὖν Τισσαφέρνης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν...», Ξεν.)
2. λαμβάνω μέρος σε εκστρατεία
3. συγκεντρώνω στρατό, κατατάσσω ως στρατιώτη, στρατολογώ
4. μτφ. κινούμαι επιθετικά εναντίον κάποιου («ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύοιεν», Ευρ.)
5. (μέσ. και παθ.) υπηρετώ στον στρατό
6. (το αρσ. μτχ. μέσ. αορ.) στρατευσάμενος
αυτός που βρίσκεται στον στρατό, αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο
7. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) ἐστρατευμένος
αυτός που εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, που έχει υπηρετήσει ως στρατιώτης
8. φρ. α) «στρατεύεσθαι μετά τινων» — το να εκστρατεύει κανείς μαζί με άλλον (Ευρ.)
β) «στρατεύεσθαι ὑπέρ τινος» — το να εκστρατεύει κανείς για την υπεράσπιση κάποιου
(Πλάτ.)
γ) «στρατεύεσθαι ὑπό τινι» — το να εκστρατεύει κανείς υπό την αρχηγία κάποιου (Πλούτ.)
δ) «μισθοῡ στρατεύεσθαι» — το να λαμβάνει κανείς μέρος, να συμμετέχει σε εκστρατεία ως μισθοφόρος (Ξεν.)
ε) «ἐκ καταλόγου στρατεύεσθαι» — το να υπηρετεί κανείς στον στρατό ως εγγεγραμμένος στους καταλόγους τών στρατευσίμων (Ξεν.)
στ) «οἱ στρατευόμενοι Ἕλληνες» — οι Έλληνες που υπηρετούν στον στρατό (Αριστοφ.).
————————
(II)
Ν [στράτα]
μτφ. οδηγώ στον σωστό δρόμο («ο θεός να σέ στρατέψει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρατεύω — advance with an army pres subj act 1st sg στρατεύω advance with an army pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύεσθε — στρατεύω advance with an army pres imperat mp 2nd pl στρατεύω advance with an army pres ind mp 2nd pl στρατεύω advance with an army imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύετε — στρατεύω advance with an army pres imperat act 2nd pl στρατεύω advance with an army pres ind act 2nd pl στρατεύω advance with an army imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσουσιν — στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd pl (epic) στρατεύω advance with an army fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στρατεύω advance with an army fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσω — στρατεύω advance with an army aor subj act 1st sg στρατεύω advance with an army fut ind act 1st sg στρατεύω advance with an army aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύῃ — στρατεύω advance with an army pres subj mp 2nd sg στρατεύω advance with an army pres ind mp 2nd sg στρατεύω advance with an army pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστρατευμένα — στρατεύω advance with an army perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστρατευμένᾱ , στρατεύω advance with an army perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστρατευμένᾱ , στρατεύω advance with an army perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευθέντα — στρατεύω advance with an army aor part pass neut nom/voc/acc pl στρατεύω advance with an army aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευομένω — στρατεύω advance with an army pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual στρατεύω advance with an army pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευομένων — στρατεύω advance with an army pres part mp fem gen pl στρατεύω advance with an army pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”